δακτυλογραφώ

δακτυλογραφώ
δακτυλογράφησα, δακτυλογραφημένος, γράφω σε γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: Μου πήρε πολύ χρόνο να δακτυλογραφήσω όλα τα χειρόγραφα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλογραφώ — δακτυλογραφώ, δακτυλογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δακτυλογραφώ — ( έω) [δακτυλογράφος] γράφω με γραφομηχανή …   Dictionary of Greek

  • δακτυλογράφηση — η [δακτυλογραφώ] η γραφή ή αντιγραφή ενός κειμένου με γραφομηχανή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”